ἡνιοχήσας

ἡνιοχήσας
ἡνιοχήσᾱς , ἡνιοχέω
hold the reins
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηνιοχώ — (AM ἡνιοχῶ, έω Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [ηνίοχος] 1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», Ξεν.) 2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ ἡνιοχήσας», Αριστοφ.) αρχ. 1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῑν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”